- περιαμυνω
- περιαμύνωπερι-ᾰμύνω(ῡ) защищать со всех сторон, закрывать собой, ограждать Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιαμύνω — Α υπερασπίζομαι κάτι ή φυλάσσω κάτι από όλα τα μέρη … Dictionary of Greek
περιήμυνεν — περϊήμῡνεν , περιαμύνω defend aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) περϊήμῡνεν , περιαμύνω defend imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek